Ποιες επιπτώσεις έχουν μια από σειρά από συνήθεις πρακτικές στα δίκτυα franchise όπως η ενοικίαση από τον franchisor του καταστήματος και η υπενοικίαση μετέπειτα στον franchisee; Τι συμβαίνει όταν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ υπεσχημένων σε ζητήματα όπως η υποστήριξη, οι αποδόσεις ή η τεχνογνωσία και πώς μπορεί να αντιδράσει ο franchisee; Είναι υποχρεωμένος ο franchisor να εμφανίζει πώς αξιοποιεί τα ποσά για την πανελλαδική διαφήμιση και τι συμβαίνει όταν υπάρχει αναντιστοιχία των royalties και της διαρκής υποστήριξης που οφείλει ο franchisor;
Ο κ. Πλάτων Νιάδης, Δικηγόρος με μακρά πείρα σε αντίστοιχες υποθέσεις που έχουν φτάσει στη δικαιοσύνη μας δίνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και τεκμηριωμένες απαντήσεις.
Πολλοί franchisor επιλέγουν να ενοικιάζουν οι ίδιοι το κατάστημα και έπειτα να το υπενοικιάζουν εκ νέου στον franchisee. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα υπέρ και τα κατά μιας τέτοιας κίνησης; Πράγματι διασφαλίζει τον franchisor;
Η μίσθωση από τον Δικαιοπάροχο του εκάστοτε καταστήματος του Δικτύου και η εν συνεχεία υπεκμίσθωσή του στον Δικαιοδόχο, παρουσιάζει τόσο πλεονεκτήματα, όσο και μειονεκτήματα, ως κατωτέρω λεπτομερώς αναλύεται.
Αρχικά, ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα τα οποία αποκομίζει ο Δικαιοπάροχος από την υλοποίηση της ανωτέρω επιλογής, το οποίο αποτελεί παράλληλα, μειονέκτημα για τον αντίστοιχο Δικαιοδόχο, είναι ότι κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, ο πρώτος (Δικαιοπάροχος και (αρχικός) μισθωτής) αποκτά τη δυνατότητα να ελέγχει το σημείο, έτσι ώστε, μετά τη λύση της σύμβασης δικαιόχρησης (ιδίως σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας αυτής από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών) και εφόσον αυτή δεν ανανεωθεί και την ακολουθήσει λήξη της συνεργασίας του με τον Δικαιοδόχου, να μπορεί να διατηρεί τη δυνατότητα να μην απωλέσει το εν λόγω σημείο. Και τούτο διότι, το σημείο αυτό, το οποίο θα έχει καταστεί -ήδη- γνωστό και οικείο στο καταναλωτικό κοινό, θα έχει εδραιωθεί στην καταναλωτική συνείδηση ως κατάστημα του Δικαιοπαρόχου και θα έχει ταυτιστεί με σημείο παροχής των συμβατικών προϊόντων και υπηρεσιών του.
Επιπλέον, ένα έτερο πλεονέκτημα του Δικαιοπαρόχου από την υλοποίηση της ανωτέρω επιλογής, είναι ότι, τοιουτοτρόπως, ο Δικαιοδόχος, στερείται του δικαιώματος της άμεσης συνέχισης -κατάπαράβαση της ειθισμένης συμβατικής ρήτρας περί ετήσιας παράλειψης ανταγωνισμού στις συμβάσεις δικαιόχρησης- ομοειδούς επαγγελματικής δραστηριότητας στο εν λόγω σημείο, καρπούμενος την ανωτέρω εκτιθέμενη υπεραξία του εμπορικού σήματος του Δικαιοπαρόχου προς όφελός του.
Θα πρέπει να αποφασίζεται επιλεκτικά η εφαρμογή της απευθείας μίσθωσης και να περιορίζεται στα σημεία – καταστήματα που ο Δικαιοπάροχος θεωρεί ότι είναι στρατηγικής- κομβικής σημασίας για το δίκτυο και την ανάπτυξή του.
Στον αντίποδα των ανωτέρω πλεονεκτημάτων, από τη μίσθωση απευθείας από τον Δικαιοπάροχο του εκάστοτε καταστήματος του δικτύου του και την εν συνεχεία υπεκμίσθωσή του στον Δικαιοδό χο, μπορούν να προκύψουν και μειονεκτήματα. Αφενός, σε περίπτωση αθέτησης από το Δικαιοδόχο της υποχρέωσης να καταβάλλει το προβλεπόμενο μηνιαίο υπομίσθωμα στο Δικαιοπάροχο, ο τελευταίος θα είναι υπεύθυνος να καταβάλει τούτο προς τον Εκμισθωτή του εκάστοτε καταστήματος και θα επιβαρύνεται με την καταβολή αυτού, εωσότου καταγγελθούν αμφότερες οι συμβάσεις δικαιόχρησης και υπομίσθωσης από τον Δικαιοπάροχο και, συνακόλουθα, μέχρι να αποβληθεί ο εν λόγω ασυνεπής και παραβιάζων τις ανωτέρω συμβάσεις Δικαιοδόχος από το μίσθιο και αντικατασταθεί από νέο συνεργάτη. Ως εκ των ανωτέρω, και εφόσον ο Δικαιδόχος αποδειχθεί αφερέγγυος, υπάρχει βάσιμη περίπτωση ο Δικαιοπάροχος να μην μπορέσει να αναζητήσει και να εισπράξει τα αντίστοιχα –ληξιπρόθεσμα για τον πρώτο- μισθώματα.
Επιπροσθέτως, σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης δικαιόχρησης και καταγγελίας αυτής και σε περίπτωση που δεν επιθυμεί το συγκεκριμένο κατάστημα να συνεχίσει τη λειτουργία του, ο Δικαιοπάροχος, προκειμένου να αποδεσμευτεί από τη μίσθωση, θα κληθεί να καταβάλει προς τον Εκμισθωτή αποζημίωση για την πρόωρη λύση της μίσθωσης.
Επιπροσθέτως, σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης δικαιόχρησης και καταγγελίας αυτής και σε περίπτωση που δεν επιθυμεί το συγκεκριμένο κατάστημα να συνεχίσει τη λειτουργία του, ο Δικαιοπάροχος, προκειμένου να αποδεσμευτεί από τη μίσθωση, θα κληθεί να καταβάλει προς τον Εκμισθωτή αποζημίωση για την πρόωρη λύση της μίσθωσης.
Συμπερασματικά, το ως άνω σύστημα -μίσθωση καταστήματος απευθείας από τον Δικαιοπάροχο και, εν συνεχεία, υπεκμίσθωσή του προς τον Δικαιοδόχο- θα πρέπει να επιλέγεται από τον Δικαιοπάροχο με φειδώ και κατόπιν περίσκεψης και ανάλυσης, έτσι ώστε, να αποφασίζεται επιλεκτικά η εφαρμογή αυτού, όχι σε όλα -αδιακρίτως- τα εντασσόμενα στο δίκτυο καταστήματα, αλλά να περιορίζεται στα σημεία – καταστήματα που ο Δικαιοπάροχος θεωρεί ότι είναι στρατηγικής-κομβικής σημασίας για το δίκτυο και την ανάπτυξή του, και στα άλλα ουδέτερα και αδιάφορα από αυτήν την άποψη σημεία, να αφήνεται να μισθώνει αυτά απευθείας ο Δικαιοδόχος, χωρίς οιαδήποτε ανάμειξη και ανάληψη εγγυητικής ευθύνης από το Δικαιοπάροχο στη μισθωτική σύμβαση.
Σε πολλά franchise υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ υπεσχημένων όσον αφορά την υποστήριξη και τις αποδόσεις ή αποδεικνύεται εκ των υστέρων πως δεν υπάρχει τεχνογνωσία. Πώς πρέπει να κινηθεί ο franchisee σε αυτές τις περιπτώσεις; Υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας ή τι θα πρέπει να ελέγξει πριν αποφασίσει την ένταξη;
Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι πάγιο και ρητά προβλεπόμενο όρο σε όλες τις συμβάσεις δικαιόχρησης αποτελεί η κοινή παραδοχή ότι ο Δικαιοδόχος είναι αυτόνομος επιχειρηματίας, ο οποίος, προτού υπεισέλθει στην εκάστοτε σύμβαση δικαιόχρησης, έχει κάνει τις δικές του εκτιμήσεις και επιλογές περί τα πράγματα, λαμβάνοντας και το αντίστοιχο επιχειρηματικό ρίσκο. Ως εκ τούτου, καθίσταται, κατ’ αρχήν, δυσχερές για τον εκάστοτε Δικαιοδόχο, να αποδείξει ότι έλαβε υποσχέσεις – διαβεβαιώσεις επιτυχούς εξέλιξης της σύμβασης δικαιόχρησης, επίτευξης – αύξησης του τζίρου του, κ.λπ., δεδομένου ότι στην εκάστοτε σύμβαση δικαιόχρησης παγίως και ρητώς συνομολογείται ο σχετικός όρος περί αυθύπαρκτης επιχειρηματικής βούλησής του και, συνακόλουθης ανάληψης του αντίστοιχου επιχειρηματικού ρίσκου από αυτόν. Συνεπώς, στην περίπτωση που έχουν προηγηθεί τέτοιου τύπου διαβεβαιώσεις – υποσχέσεις του Δικαιοπαρόχου, οι οποίες επηρέασαν σε τέτοιο βαθμό τη δικαιοπαρκτική βούληση του Δικαιοδόχου, ώστε να απετέλεσαν κύριο και βασικό θεμέλιο της βούλησής του να συνάψει τη σύμβαση δικαιόχρησης και να ενταχθεί στο δίκτυο, ο τελευταίος βαρύνεται με την υποχρέωση απόδειξης των ανωτέρω «υποσχέσεων» του Δικαιοπαρόχου και της αιτιώδους συνάφειας των τελευταίων με την απόφαση υπογραφής από αυτόν (Δικαιοδόχο) της σύμβασης δικαιόχρησης. Μπορεί, λοιπόν, ο Δικαιοδόχος να αποδείξει ότι ο Δικαιοπάροχος, κατά το στάδιο των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων ή/και μετά από αυτό, του δημιούργησε ανεδαφικές και ανυπόστατες υψηλές προσδοκίες για την πορεία της επιχείρησής του, κάνοντας χρήση κάθε πρόσφορου και νόμιμου αποδεικτικού μέσου, είτε μαρτυριών (τρόπος περισσότερο επισφαλής), είτε μέσω έγγραφης αλληλογραφίας μεταξύ τους (ασφαλέστερο μέσο απόδειξης), από την οποία θα προκύπτει με σαφήνεια το περιεχόμενο των υποσχέσεων, ο τρόπος, ο τόπος και ο χρόνος διατύπωσής τους κ.λπ.
Συμπερασματικά, είναι βέβαιο ότι ασφαλέστερο για κάθε Δικαιοδόχο είναι, προτού συμβληθεί για την ένταξή του σε κάποιο δίκτυο καταστημάτων, να εκπονήσει αυτοβούλως και με προσεκτικά βήματα, τη δική του ανεξάρτητη έρευνα και σε συνδυασμό με τη λήψη γνωμοδότησης από εξειδικευμένους επαγγελματίες του οικείου χώρου-νομικούς και φοροτεχνικούς-, να ζητήσει και να λάβει από τον Δικαιοπάροχο, εγγράφως, συγκεκριμένα οικονομικά, ιστορικά και λοιπά στοιχεία για το δίκτυο, την εν γένει λειτουργία του, τις επιδόσεις των έτερων Δικαιοδόχων και των ομοειδών προς αυτούς επιχειρήσεων.
Επίσης, σημαντικό είναι να ζητηθεί από τον Δικαιοπάροχο έγγραφη πρόβλεψη του προϋπολογισμού πάσης φύσεως κόστους για την ίδρυση και λειτουργία του καταστήματός του (δηλαδή του Δικαιοδόχου).
Κάθε Δικαιοδόχος προτού συμβληθεί για την ένταξή του σε κάποιο δίκτυο καταστημάτων, οφείλει να εκπονήσει αυτοβούλως και με προσεκτικά βήματα, τη δική του ανεξάρτητη έρευνα.
Είναι υποχρεωμένος ο franchisor να αποδεικνύει πώς χρησιμοποιεί το ποσό για την πανελλαδική διαφήμιση; Πώς πρέπει να κινηθεί ο franchisee;
Κατ΄ αρχάς, είναι σημαντικό να υπάρχει στην εκάστοτε σύμβαση δικαιόχρησης ο σχετικός όρος, ο οποίος με σαφήνεια και πληρότητα θα προβλέπει το είδος της παροχής εκ μέρους του Δικαιοπαρόχου, αναφορικά με τη διαφήμιση του δικτύου και συλλήβδην των συνεργατών (διαδικτυακή, τηλεοπτική, ραδιοφωνική διαφήμιση, τοπική/πανελλαδική, φυλλάδια, κλπ) και, αντιστοίχως το ποσό της αντιπαροχής (royalties για (πανελλαδική) διαφήμιση) εκ μέρους του Δικαιοδόχου. Η ανωτέρω έννομη σχέση δε, απορρέουσα από τον αντίστοιχο συμβατικό όρο, αποτελεί σχέση παροχής – αντιπαροχής, και, συνακόλουθα, ιδρύει την υποχρέωση εκ μέρους του Δικαιοπαρόχου παροοχής λογοδοσίας. Τούτη δε η υποχρέωση, δέον να προβλέπεται, ρητώς και εγγράφως, στη σύμβαση διακιόχρησης. Η παροχή, λοιπόν, λογοδοσίας συνίσταται στην παροχή προς το Δικαιοδόχο των αναγκαίων στοιχείων και την επίδειξη των αντιστοίχων εκδοθέντων παραστατικών από κάθε διαφημιστική-προωθητική ενέργεια του Δικαιοπαρόχου που αφορά στο δίκτυο.
Ο Δικαιοδόχος είναι αυτόνομος επιχειρηματίας, ο οποίος, προτού υπεισέλθει στην εκάστοτε σύμβαση δικαιόχρησης, έχει κάνει τις δικές του εκτιμήσεις και επιλογές περί τα πράγματα, λαμβάνοντας και το αντίστοιχο επιχειρηματικό ρίσκο.
Εν προκειμένω, ο εκάστοτε Δικαιοδόχος, σε περίπτωση που εντοπίσει κάποιου τύπου «πλημμελή εκπλήρωση» της υλοποίησης του ανωτέρω συμβατικού όρου, μπορεί να υποβάλλει εγγράφως αίτημα προς παροχή λογοδοσίας (μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ή/και επίδοσης εξωδίκου δηλώσεως-προσκλήσεως, που θα μπορεί να τάσσει και τις αντίστοιχες προθεσμίες προς τούτη). Επιπλέον, αν το ανωτέρω αίτημα δεν τύχει ανταπόκρισης, ο Δικαιοδόχος δύναται να κάνει επίσχεση του αντιστοίχου κονδυλίου (ποσοστού των royalties) στην αρχή κάθε επόμενου έτους από αυτό που δεν έχει λάβει τις ως άνω αιτούμενες από αυτόν πληροφορίες. Περαιτέρω, δε, αν καμία από τις ανωτέρω ενέργειες δεν αποφέρει αποτέλεσμα, μπορεί να προβεί στις αναλυτικώς αναφερόμενες στο κατωτέρω υπό στοιχείο 4 ενέργειες.
Τα royalties σχετίζονται με τη διαρκή υποστήριξη της εταιρείας στον franchisee, παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει. Πώς θα συμβουλεύατε ένα franchisee να αντιδράσει σε μια ανάλογη περίπτωση;
Κατ’ αρχάς, στη σύμβαση δικαιόχρησης θα πρέπει να προβλέπεται ρητώς και να γίνεται σαφής και πλήρης περιγραφή του περιεχομένου της υποχρέωσης του Δικαιοπαρόχου να παράσχει υποστήριξη στο Δικαιοδόχο. Σε περίπτωση δε που από τη φύση της υποστηρικτικής ενέργειας υπάρχει το στοιχείο της περιοδικότητας, δέον να προσδιορίζεται σαφώς και το πότε θα λαμβάνει χώρα.
Εν προκειμένω, στην περίπτωση που, μολονότι ο Δικαιοδόχος εφαρμόζει προσηκόντως τον συμβατικό όρο περί καταβολής του ποσού των περιοδικών εισφορών (royalties) προς τον Δικαιοπάροχο, ο τελευταίος δεν του παράσχει την προβλεπόμενη από τη μεταξύ τους σύμβαση υποστήριξη, ο Δικαιοδόχος δύναται να προβεί σε μια σειρά από ενέργειες, προκειμένου να αντιδράσει αποτελεσματικά.
Ο εκάστοτε Δικαιοδόχος, σε περίπτωση που εντοπίσει κάποιου τύπου «πλημμελή εκπλήρωση» της υλοποίησης των προωθητικών ενεργειών, μπορεί να υποβάλλει εγγράφως αίτημα προς παροχή λογοδοσίας.
Ειδικότερα, ο Δικαιοδόχος θα πρέπει να φροντίζει να συλλέγει αποδεικτικό υλικό (έγγραφα, μαρτυρίες), δια του οποίου θα μπορεί να πιστοποιήσει το είδος, το εύρος και τη συχνότητα των παραβάσεων του Δικαιοπαρόχου. Επιπλέον, ο Δικαιοδόχος καλό είναι να έχει εγγράφως διατυπώσει την αντίθεσή του στις παραβάσεις του Δικαιοπαρόχου, όπου θα περιγράφει αυτές με λεπτομέρεια και σαφήνεια, δια της αποστολής ηλεκτρονικών επιστολών με το ανωτέρω περιεχόμενο. Επιπροσθέτως, δύναται να κοινοποιήσει και, εξώδικη δήλωση-όχληση-διαμαρτυρία προς τον Δικαιοδόχο, δια της οποίας, αφού θα έχει περιγράψει με πληρότητα όλα τα παραπάνω, θα του θέτει (δηλαδή του Δικαιοπαρόχου) αποκλειστική προθεσμία να συμμορφωθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις, επιφυλασσόμενος ταυτόχρονα παντός νομίμου δικαιώματός του. Στη συνέχεια, αν οι παραβάσεις δεν θεραπευτούν, ο Δικαιοδόχος μπορεί να πραγματοποιήσει επίσχεση των καταβολών των royalties προς τον Δικαιοπάροχο, μέχρι ο τελευταίος να υλοποιήσει τις εν λόγω συμβατικές του υποχρεώσεις. Επίσης, ο Δικαιοδόχος θα μπορούσε να κάνει και συμψηφισμό των ανωτέρω καταβολών με αποδεδειγμένη ζημία που τυχόν έχει προξενήσει στον Δικαιοπάροχο. Αν οι παραβάσεις του Δικαιοπαρόχου συνίστανται στην προμήθεια ελαττωματικών προϊόντων, τότε ο Δικαιοδόχος μπορεί να αναστείλει την προμήθεια των α’ υλών από τον προμηθευτή του Δικαιοπαρόχου και να απευθυνθεί σε τρίτο -δικής του επιλογής- υπό την προϋπόθεση ότι τα προϊόντα του τελευταίου πληρούν τις προδιαγραφές των προϊόντων της σύμβασης δικαιόχρησης, ώστε να μην θιγεί η κοινή ταυτότητα, καλή φήμη και ομοιομορφία του δικτύου. Τέλος, ο Δικαιοδόχος μπορεί να προβεί στην έκτακτη καταγγελία της σύμβασης δικαιόχρησης για σπουδαίο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του Δικαιοπαρόχου και, συνακόλουθα, είτε να ακολουθήσει μια αυτόνομη πορεία εκτός δικτύου (τηρώντας, παράλληλα, τις μετασυμβατικές του υποχρεώσεις περί ετήσιας παράλειψης άσκησης ανταγωνιστικής δραστηριότητας στην ίδια περιοχή), είτε να ασκήσει κάθε πρόσφορο ένδικο μέσο/βοήθημα (συνηθέστερα, να ασκήσει αγωγή), αξιώνοντας κάθε θετική ή/και αποθετική ζημία και ηθική βλάβη έχει τυχόν υποστεί από τον Δικαιοπάροχο.