
Η ρήτρα της αποκλειστικότητας περιοχής (προστατευμένη γεωγραφική περιοχή) των Συμβάσεων Δικαιόχρησης (Franchise) τόσο στα πλαίσια του Κανονισμού 2790/1999 όσο και σε αυτά των νέων δεδομένων του ηλεκτρονικού εμπορίου. Η σημασία της για τους Λήπτες (Franchisees).
Mε την έκδοση και θέση σε ισχύ του νέου Κανονισμού Ομαδικής Απαλλαγής 2790/1999 της Επιτροπής για τις «κάθετες συμφωνίες» επήλθαν ορισμένες σημαντικές αλλαγές αναφορικά με την αντιμετώπιση των συμφωνιών franchise από την άποψη του Δικαίου του Ελεύθερου Ανταγωνισμού. Στο παρόν άρθρο θα προσεγγίσουμε και εξετάσουμε μία από αυτές τις αλλαγές που αφορά τους γεωγραφικούς και πελατειακούς περιορισμούς, τους οποίους έχει τη δυνατότητα ο δότης (Franchisor) να θέτει αφενός στον εαυτό του και αφετέρου στους λήπτες (Franchisees) του δικτύου του, επιτυγχάνοντας έτσι την παραχώρηση σε αυτούς κατά πρώτο λόγο αποκλειστικών προστατευμένων γεωγραφικών περιοχών και κατά δεύτερο αποκλειστικών ομάδων πελατών. Επιπλέον, θα εξετάσουμε τη λειτουργία της ρήτρας αποκλειστικότητας περιοχής κάτω από το πρίσμα των νέων «επαναστατικών» αλλαγών που έφερε στο εμπόριο γενικότερα και στα δίκτυα διανομής και άρα και στο Franchising ειδικότερα η ραγδαία ανάπτυξη του Διαδικτύου (Internet).
Ι. Εισαγωγή Το άρθρο αυτό χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα εξετάζεται το θέμα της προστασίας της παραχωρηθείσης από τον δότη στον λήπτη αποκλειστικής γεωγραφικής περιοχής έναντι των πιθανών από τον ίδιο το δότη προσβολών της, στη δεύτερη εξετάζεται το θέμα της προστασίας της έναντι των πιθανών προσβολών και παραβιάσεων της από τους άλλους λήπτες του Δικτύου Franchise και, τέλος, στην τρίτη ενότητα εξετάζεται το θέμα της ρήτρας αποκλειστικότητας περιοχής στα πλαίσια του ηλεκτρονικού εμπορίου. Στην εξέταση των παραπάνω θεμάτων λήφθηκαν υπόψη τόσο οι σχετικές διατάξεις του προηγούμενου Κανονισμού 4087/88 όσο και αυτές του νέου Κανονισμού 2790/1999 και επίσης οι αντίστοιχες προβλέψεις των Κατευθυντήριων Γραμμών της Επιτροπής για τους κάθετους περιορισμούς, οι οποίες συνοδεύουν το νέο Κανονισμό.
ΙΙ. Πρώτη Ενότητα:
Η προστασία της αποκλειστικής περιοχής του λήπτη έναντι του δότη
Α. Στο παράδειγμα μιας συμφωνίας δικαιόχρησης (Franchise) που περιλαμβάνεται στις Κατευθυντήριες (παραγρ. 201) αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και η δυνατότητα επιβολής στο δότη της υποχρέωσης αφενός να μην ορίζει άλλο λήπτη στην περιοχή που παραχώρησε προς εκμετάλλευση με τη Σύμβαση Franchise και αφετέρου να μην εκμεταλλεύεται ο ίδιος κατάστημα λιανικής πώλησης των συμβατικών προϊόντων στην περιοχή αυτή. Ο περιορισμός αυτός που τίθεται στον δότη παρέχει κίνητρα στους λήπτες να επενδύσουν στο Σύστημα Franchise και, ακόμη και αν δεν είναι απαραίτητος, τουλάχιστον βοηθά στη διαφύλαξη της κοινής ταυτότητας του Δικτύου Franchise. Πάντως, η αντίστοιχη ρύθμιση του προηγούμενου Κανονισμού 4087/88 (άρθρο 2, στοιχ. α) είχε πιο ευρεία έκταση εφαρμογής, δεδομένου ότι περιλάμβανε στην κάλυψη της ομαδικής απαλλαγής εκτός από την προαναφερθείσα υποχρέωση και την υποχρέωση του δότη να μην προμηθεύει ο ίδιος σε τρίτους τα προϊόντα του μέσα στην παραχωρηθείσα στο λήπτη γεωγραφική περιοχή. Η παρεχόμενη αυτή εδαφική προστασία στους λήπτες των Δικτύων Franchise εθεωρείτο απαραίτητη για την προστασία της επένδυσης τους (βλ. Κανονισμός 4087/88, 10η αιτιολογική σκέψη). Η ρήτρα αυτή είναι η λεγόμενη «ανοικτής εδαφικής αποκλειστικότητας», με την έννοια ότι δεν αποκλείει το δικαίωμα του δότη να πωλεί τα συμβατικά προϊόντα σε άλλους μεταπωλητές εκτός της παραχωρηθείσης συμβατικής περιοχής, ύστερα από σχετικό αίτημά τους, οι οποίοι στη συνέχεια μπορούν νόμιμα να τα μεταπωλούν στην περιοχή του λήπτη (παράλληλες εισαγωγές). Βέβαια, ο δότης έχει τη δυνατότητα, την οποία και περιλαμβάνει πολλές φορές στη Σύμβαση Franchise, να προβλέψει ότι στην περίπτωση που κρίνει απαραίτητη, έπειτα από ορισμένο χρονικό διάστημα, τη λειτουργία και δεύτερου καταστήματος στην παραχωρηθείσα στο λήπτη περιοχή, να ανοίξει και λειτουργήσει είτε ο ίδιος είτε άλλο πρόσωπο της επιλογής του το 2ο κατάστημα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα αρνηθεί να το ανοίξει και λειτουργήσει ο λήπτης.
Β. Νομολογία
Χαρακτηριστική, αναφορικά με τη ρήτρα της σύμβασης franchising για εδαφική προστασία του λήπτη, είναι η ακόλουθη απόφαση του Γαλλικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση κάποιος λήπτης είχε συνάψει σύμβαση franchising με την εταιρεία «Alain Manoukian» με την οποία ο δότης επεφύλασσε στον εαυτό του το δικαίωμα να πωλεί τα προϊόντα του μέσα στη γεωγραφική περιοχή του λήπτη διαμέσου καταστημάτων που δεν ήσαν μέλη του δικτύου franchising ανήκαν όμως βασικά σε επιχειρηματίες, παλαιούς πελάτες του δότη, ή ήσαν υπέρ- καταστήματα. Κάποια στιγμή ο λήπτης ανακάλυψε ότι μία εταιρεία είχε ανοίξει κατάστημα «Alain Manoukian» κοντά στο δικό του. Άσκησε λοιπόν αγωγή κατά του δότη καταγγέλλοντας τη σύμβαση και απαιτώντας αποζημίωση. Το Εφετείο απέρριψε την αγωγή θεωρώντας ότι η παραχωρηθείσα αποκλειστικότητα της συμβατικής περιοχής δεν ήταν απόλυτη και σε κάθε περίπτωση το νέο κατάστημα δεν ανήκε στο δίκτυο franchising του δότη. Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο αναίρεσε την εφετειακή απόφαση κρίνοντας ότι οι μέθοδοι πωλήσεως και λειτουργίας του ανταγωνιστικού καταστήματος ήσαν παρόμοιες με αυτές των καταστημάτων του δικτύου franchising του δότη, με αποτέλεσμα στην ουσία να φαλκιδεύουν το δικαίωμα εκμετάλλευσης του πακέτου franchise που είχε ο λήπτης στη συγκεκριμένη περιοχή. Πάντως, γενικότερα το γαλλικό Ακυρωτικό δεν δέχεται ότι η ρήτρα εδαφικής προστασίας αποτελεί όρο «εκ των ων ουκ άνευ» για τη σύμβαση franchising, όπως π.χ. για τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής. Έτσι, αρνήθηκε να προβεί στην ακύρωση συμβάσεων franchising για το λόγο ότι αυτές δεν περιείχαν την παραπάνω ρήτρα.
Πολύ μεγάλη σημασία παρουσιάζει για το Franchising διεθνώς μία διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε στις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο του 2000 (η πρώτη που ασχολήθηκε με το θέμα) αναφορικά με το εντελώς επίκαιρο ζήτημα του κατά πόσον η πώληση από το δότη των συμβατικών προϊόντων διαμέσου του Διαδικτύου (Internet) σε πελάτες γεωγραφικών περιοχών που είχαν παραχωρηθεί κατ’ αποκλειστικότητα σε λήπτες συνιστούσε παραβίαση της συμβατικής του υποχρέωσης περί μη εκμεταλλεύσεως καταστήματος λιανικής πώλησης των συμβατικών προϊόντων μέσα στις παραπάνω περιοχές. Στη συγκεκριμένη υπόθεση ο δότης, που ήταν η εταιρεία Drug Emporium Inc. (δίκτυο φαρμακείων), αποφάσισε να εισέλθει στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου (E-Commerce) πουλώντας τα προϊόντα της διαμέσου του Internet. Για το σκοπό αυτό δημιούργησε μιά ιστοσελίδα (web site) όπου δεν γινόταν καμιά αναφορά στα κατά τόπους καταστήματα του Δικτύου Franchise, αλλά έκανε δεκτές και εκτελούσε παραγγελίες πελατών προερχομένων τόσο από γεωγραφικές περιοχές που είχαν παραχωρηθεί κατ’ αποκλειστικότητα στους λήπτες του δικτύου όσο και από μη παραχωρηθείσες περιοχές. Ο δότης πρότεινε στους λήπτες του δικτύου του να τους καταβάλει ποσοστό 2,5% ως προμήθεια επί των πωλήσεων που με αυτόν τον τρόπο θα πραγματοποιούσε σε πελάτες των περιοχών τους. Όμως, αρκετοί λήπτες αρνήθηκαν αυτή την προσφορά και άρχισαν μία διαιτητική διαδικασία κατά του δότη, ισχυριζόμενοι ότι αυτός ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο παραβίασε κατάφωρα τις μεταξύ τους Συμβάσεις Franchise και συγκεκριμένα τον όρο για τη μη λειτουργία καταστήματος και πώληση των συμβατικών προϊόντων μέσα στις προστατευμένες τους περιοχές. Ισχυρίσθηκαν δηλαδή ότι ουσιαστικά ο δότης εγκατέστησε στις περιοχές τους δικά του καταστήματα – έστω και σε ηλεκτρονική μορφή – ενέργεια εντελώς αντισυμβατική. Εδώ βέβαια θα πρέπει να τονισθεί ότι οι εν λόγω Συμβάσεις Franchise δεν περιείχαν προβλέψεις αναφορικά με τη δυνατότητα του δότη να διαθέτει ο ίδιος τα προϊόντα του διαμέσου άλλων καναλιών διανομής, όπως π.χ. του Internet. Ο δότης, από την πλευρά του, ισχυρίσθηκε ότι ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο δεν παραβίασε τις Συμβάσεις Franchise, γιατί η με τη χρήση του ηλεκτρονικού εμπορίου διάθεση των προϊόντων του ουδόλως ισοδυναμούσε με τη λειτουργία καταστημάτων στις περιοχές των ληπτών του. Οι διαιτητές αποφάσισαν ότι ο δότης πράγματι παραβίασε τη συγκεκριμένη συμβατική του υποχρέωση, αγνοώντας τον ισχυρισμό του ότι επρόκειτο περί ενός επιτρεπτού εναλλακτικού καναλιού διανομής.
Δηλαδή, στην ουσία η διαιτητική απόφαση εξίσωσε, για τους σκοπούς της σύμβασης franchise, το ηλεκτρονικό κατάστημα με το κλασικό – πραγματικό κατάστημα, θεωρώντας ότι η μοναδική μεταξύ τους διαφορά έγκειται στο ότι «στο ηλεκτρονικό κατάστημα ο πελάτης μπαίνει από το παράθυρο αντί να μπει από την πόρτα». Έτσι, οι διαιτητές απαγόρευσαν στο δότη να πωλεί τα προϊόντα του με αυτό τον τρόπο και τον υποχρέωσαν να ενημερώνει τους υποψήφιους πελάτες του στο Διαδίκτυο ότι αδυνατεί να τους αποστέλλει προϊόντα – εφόσον βέβαια οι πελάτες αυτοί προέρχονται από αποκλειστικές περιοχές ληπτών – και άρα αυτοί θα πρέπει να απευθύνονται στα καταστήματα των ληπτών της περιοχής τους.
Βέβαια, όσον αφορά στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως και στην Ελλάδα η κατάσταση διαφοροποιείται σημαντικά ως προς το παραπάνω ζήτημα. Τούτο δε γιατί, σύμφωνα με το σήμερα ισχύον Κοινοτικό Νομοθετικό Πλαίσιο για τις κάθετες συμφωνίες, οι πωλήσεις μέσω Internet θεωρούνται κατά κανόνα ως παθητικές πωλήσεις, οι οποίες σε κάθε περίπτωση επιτρέπονται, εκτός εάν η Ιστοσελίδα στοχεύει ειδικά στην προσέγγιση κατά κύριο λόγο πελατών που βρίσκονται μέσα σε αποκλειστικά παραχωρηθείσα περιοχή ή που αποτελούν μέρος αποκλειστικά παραχωρηθείσας ομάδας πελατών άλλου διανομέα-λήπτη (βλ. παραγρ. 50 και 51 των Κατευθυντηρίων). Κατά συνέπεια εάν δεν θεωρηθεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι η πώληση από το δότη των συμβατικών προϊόντων μέσω Internet συνιστά ενεργητική πώληση, η διενέργεια της οποίας μπορεί εγκύρως να απαγορευθεί με τη Σύμβαση Franchise (βλ. άρθρ. 4 στοιχ (β) του Κανονισμού 2790/1999 σε συνδυασμό με την παραγρ. 50 των Κατευθυντηρίων), ο Δότης διενεργεί παθητικές πωλήσεις, οι οποίες σε κάθε περίπτωση επιτρέπονται.
Τέλος, και στην Ελληνική Νομολογία με την Απόφαση 252/1995 της Επιτροπής Ανταγωνισμού (Ε.Α) κρίθηκε ότι η ρήτρα εδαφικής προστασίας συνιστά αρχικά περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 1 παραγρ. 1 του Ν. 703/1977, δεδομένου ότι έχει ως συνέπεια τον καταμερισμό των αγορών μεταξύ δότη και λήπτη ή μεταξύ των ληπτών και κατ’ ακολουθίαν περιορίζει τον ανταγωνισμό μέσα στο δίκτυο franchising, όμως είναι αναγκαία για να πεισθεί ο λήπτης να αναλάβει τον κίνδυνο της ένταξης του στο δίκτυο.