Ορολογία οικονομικών όρων από το Α έως το Ω!

Κατηγορία: Λεξικό του Franchising
Δημοσιεύτηκε: 01 Απριλίου 2011
Ορολογία οικονομικών όρων από το Α έως το Ω!

Α

Αγορά (market): Αγορά είναι ο τόπος όπου πωλούνται ή αγοράζονται αγαθά και υπηρεσίες. Λόγω της εξειδίκευσης των παραγωγικών λειτουργιών και του καταμερισμού των έργων χρειάζεται να λειτουργούν αγορές για να γίνονται οι ανταλλαγές των διαφόρων προϊόντων.

Αγοραστική Δύναμη (market force): Αγοραστική δύναμη είναι η ικανότητα ενός μόνο οικονομικού παράγοντα (ή μιας μικρής ομάδας οικονομικών παραγόντων), να επηρεάζει υπερβολικά τις τιμές της αγοράς.

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (gross domestic product): Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν είναι το σύνολο όλων των προϊόντων (υλικών και άυλων) που παράχθηκαν μέσα στην επικράτεια μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους, εκφρασμένο σε χρηματικές μονάδες, ακόμα και αν μέρος αυτού παράχθηκε από παραγωγικές μονάδες που ανήκουν σε κατοίκους του εξωτερικού.

Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (gross national product): Το εθνικό προϊόν είναι η συνολική αξία των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης χρονικής περιόδου (έτος), από συντελεστές παραγωγής που ανήκουν σε μόνιμους κατοίκους της χώρας, ανεξάρτητα από τη χώρα όπου βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής.

Ανοικτή Οικονομία (open economy): Ανοικτή οικονομία είναι η οικονομία που αλληλεπιδρά ελεύθερα με άλλες οικονομίες. Οι εισαγωγές, οι εξαγωγές και γενικά οι ξένες επενδύσεις είναι ελεύθερες και παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή. Μία ανοιχτή οικονομία είναι μια αγορά απαλλαγμένη από εμπορικούς δασμούς και η διακίνηση προϊόντων, υπηρεσιών, παραγωγικών συντελεστών, κεφαλαίων και ανθρώπων είναι ελεύθερη.

Ελεύθερος Ανταγωνισμός (free competition): Ο πλήρης ανταγωνισμός αποτελεί προϋπόθεση για την πρόληψη ή την εξουδετέρωση των ακροτήτων στις οποίες θα μπορούσε να οδηγήσει η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος. Για να υπάρξει όμως πλήρης ανταγωνισμός, είναι ανάγκη για κάθε προϊόν να υπάρχουν πολλοί αγοραστές και πωλητές που να δρουν στην αγορά ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο και ο καθένας να αγοράζει ή να πουλάει μικρή μόνο ποσότητα ώστε να μην μπορεί να επηρεάσει την τιμή του προϊόντος. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για κάθε συντελεστή παραγωγής.

Αποταμίευση (saving): Αποταμίευση είναι το μέρος του τρέχοντος εισοδήματος μιας οικονομικής μονάδας, που δεν δαπανάται για την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών της. Ο ρυθμός αποταμίευσης μιας οικονομικής μονάδας είναι ο λόγος των αποταμιεύσεων της προς το εισόδημα της. Από μακροοικονομική σκοπιά, τρεις σημαντικές παράμετροι της αποταμίευσης είναι η ιδιωτική αποταμίευση, η δημόσια αποταμίευση και η εθνική αποταμίευση.

Αποτελέσματα Χρήσης (profit and loss statement): Τα αποτελέσματα χρήσης είναι τα κέρδη / ζημιές που προέκυψαν από όλες τις δραστηριότητες τις επιχείρησης μέσα στη λογιστική χρήση, συμπεριλαμβανομένων των έκτακτων γεγονότων. Υπολογίζονται αφού προστεθούν στο αποτέλεσμα εκμετάλλευσης τα μη λειτουργικά έσοδα και τα μη λειτουργικά κέρδη και αφαιρέσουμε τα μη λειτουργικά έξοδα και τις μη λειτουργικές ζημιές. Τα αποτελέσματα χρήσης παρουσιάζονται στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης (ΚΑΧ) της επιχείρησης.

 

Β

Βάση του Δεδουλευμένου (accrual accounting): Η βάση του δεδουλευμένου είναι μία λογιστική υπόθεση που αναφέρει ότι η επίπτωση συναλλαγών και άλλων γεγονότων στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις αναγνωρίζονται όταν συμβαίνουν και όχι όταν εισπράττονται ή καταβάλλονται μετρητά.

Βιοτικό Επίπεδο (standard of living): Με τον όρο βιοτικό επίπεδο εννοούμε την υλική, πνευματική και πολιτιστική στάθμη της ζωής των κατοίκων μιας χώρας, ή το επίπεδο ποιότητας ζωής ή ευημερίας του ανθρώπου.

 

Γ

Γραμμάτιο (bill / note): Το γραμμάτιο είναι χρεόγραφο ή πιστωτικός τίτλος. Εκδίδεται από τον αγοραστή και περιέχει υπόσχεση του, να πληρώσει στον πωλητή ένα συγκεκριμένο ποσό (ονομαστική αξία του γραμματίου) στο τέλος προκαθορισμένης χρονικής περιόδου (ημερομηνία λήξης του γραμματίου).
Στην όψη του γραμματίου αναγράφονται επίσης η ημερομηνία έκδοσης και το όνομα του πωλητή και τίθεται η υπογραφή του αγοραστή (εκδότη).

Γραμμάτια Εισπρακτέα (notes receivable):Τα γραμμάτια εισπρακτέα περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις έναντι τρίτων οι οποίες είναι ενσωματωμένες σε πιστωτικό τίτλο.

Γραμμάτια Πληρωτέα (notes payable): Τα γραμμάτια πληρωτέα περιλαμβάνουν τις υποχρεώσεις προς τρίτους οι οποίες είναι ενσωματωμένες σε πιστωτικό τίτλο.

dictionary-franchising

Δ

Δευτερογενής Αγορά (secondary market): Στην δευτερογενή αγορά, σε αντίθεση με την πρωτογενή αγορά, διαπραγματεύονται χρεόγραφα παλαιοτέρων εκδόσεων, δηλαδή δεν δημιουργούνται νέα αξιόγραφα και οι διαπραγματεύσεις γίνονται μεταξύ των επενδυτών.

Δημόσια Αγαθά (public goods): Τα δημόσια αγαθά είναι αγαθά που παρέχουν οφέλη για ολόκληρη την κοινωνία ή για τμήμα της, άσχετα συνήθως από το αν τα επιμέρους άτομα είναι διατεθειμένα να πληρώσουν για να έχουν τα οφέλη αυτά.

Διαθέσιμο Εισόδημα (disposable income): Διαθέσιμο εισόδημα είναι το εισόδημα που έχουν τελικά τα άτομα στη διάθεση τους και μπορούν να το καταναλώσουν ή να το αποταμιεύσουν.

Δικαίωμα Πώλησης (put option): Δικαίωμα πώλησης (put option) είναι ένα συμβόλαιο που δίνει στον κομιστή το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να πουλήσει στον εκδότη ένα υποκείμενο χρεόγραφο σε μία συγκεκριμένη τιμή εξάσκησης (strike price), μέχρι την ημερομηνία λήξης του, με αντάλλαγμα μία αμοιβή (premium).

 

Ε

Εισοδηματική Ελαστικότητα Ζήτησης (income elasticity of demand): Η εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης μετράει την μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας ενός προϊόντος, ανάλογα με την μεταβολή του εισοδήματος των καταναλωτών.

Ελαστικότητα Ζήτησης (price elasticity of demand): Η ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή μετρά το βαθμό στον οποίο η ζητούμενη ποσότητα ανταποκρίθηκε στη μεταβολή της τιμής. Ο βαθμός αυτός εξαρτάται από διάφορους προσδιοριστικούς παράγοντες.

Ελαστικότητα της Προσφοράς (price elasticity of supply): Η ελαστικότητα της προσφοράς ενός προϊόντος δείχνει το βαθμό ανταπόκρισης της προσφερόμενης ποσότητας στις μεταβολές της τιμής του.

Ελάχιστο Επιτεύξιμο Κόστος (minimum attainable cost): Ελάχιστο επιτεύξιμο κόστος θεωρείται εκείνο που προκύπτει όταν η επιχείρηση:πληρώνει τις χαμηλότερες δυνατές τιμές για πρώτες ύλες, ενεργειακούς πόρους κ.ά., χρησιμοποιεί τις πιο τεχνικά και οικονομικά αποτελεσματικές μεθόδους παραγωγής., οι σχετικές με την επιχείρηση αποφάσεις λαμβάνονται με ορθή οικονομική λογική.

Ελεύθερα Αγαθά (free goods): Ελεύθερα αγαθά ονομάζουμε τα αγαθά που δεν υπόκεινται στον περιορισμό της στενότητας και των οποίων οι ποσότητες είναι μεγαλύτερες από εκείνες που χρειάζονται για να ικανοποιηθούν οι αντίστοιχες ανάγκες.

 Δημοσιονομικό Έλλειμα / Πλεόνασμα (fiscal deficit / surplus): Το δημοσιονομικό πλεόνασμα ισούται με τη θετική διαφορά των δημόσιων εσόδων μείον τα δημόσια έξοδα. Αντιθέτως, όταν τα δημόσια έξοδα είναι μεγαλύτερα από τα δημόσια έσοδα, υπάρχει δημοσιονομικό έλλειμα.

Έξοδο (expense): Έξοδο είναι κάθε μείωση που παρουσιάζουν τα οικονομικά οφέλη της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της λογιστικής χρήσης υπό τη μορφή μείωσης του Ενεργητικού ή αύξησης των Υποχρεώσεων που οδηγούν σε μειώσεις της Καθαρής Θέσης, εκτός αυτών που οφείλονται σε επιστροφές κεφαλαίων στους φορείς.

Επένδυση (investment): Επένδυση θεωρείται κάθε υλικό, διαρκές, παραγωγικό αγαθό που δεν καταναλώνεται με τη χρησιμοποίηση του, αλλά συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικής υποδομής μιας χώρας/επιχείρησης.

Επί πιστώσει (on credit): Επί πιστώσει ονομάζεται μία πώληση με υπόσχεση αποπληρωμής της στο μέλλον.

Επιδότηση / Επιχορήγηση (subsidy): Επιδότηση ονομάζεται η οικονομική ενίσχυση μιας βιομηχανίας ή μιας εταιρίας από μία κυβέρνηση ή ένα οργανισμό για την: υποστήριξη μιας επιθυμητής δραστηριότητας όπως οι εξαγωγές, διατήρηση χαμηλών τιμών σε ορισμένα βασικά αγαθά, υποστήριξη επιχείρησης που θεωρείται δημοσίου συμφέροντος., διατήρηση εισοδήματος των παραγωγών κρίσιμων ή στρατηγικών προϊόντων, διατήρηση υψηλών επιπέδων απασχόλησης.

Εργατικό Δυναμικό (work force / manpower): Το εργατικό δυναμικό αποτελείται από όσους έχουν εργασία (απασχολούμενοι) και εκείνους που δεν απασχολούνται (άνεργοι) αλλά έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν και είναι διαθέσιμοι να εργασθούν.

Έσοδο (income): Έσοδο είναι κάθε αύξηση που παρουσιάζουν τα οικονομικά οφέλη της επιχείρησης στη διάρκεια της λογιστικής χρήσης υπό τη μορφή αύξησης στοιχείων του Ενεργητικού ή μείωσης των Υποχρεώσεων που οδηγούν σε αυξήσεις της Καθαρής Θέσης, εκτός αυτών που πηγάζουν από εισφορές των φορέων.

Ευρωδολάρια (Eurodollars): Τα Ευρωδολάρια είναι καταθέσεις δολαρίων Η.Π.Α. σε τράπεζες (είτε Αμερικάνικες, είτε άλλες) έξω από τα γεωγραφικά σύνορα των Η.Π.Α. κι ένα μεγάλο μέρος της αγοράς τους αποτελείται από διαπραγματεύσιμα πιστοποιητικά καταθέσεων.

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (european monetary system): Το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα ήταν ένα μέσο νομισματικής συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κεντρικό στοιχείο του οποίου ήταν η υποχρέωση των κρατών μελών να διατηρούν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των νομισμάτων τους εντός περιορισμένων περιθωρίων διακύμανσης.

 

Ζ

Ζήτηση (demand): Ζήτηση για ένα προϊόν είναι η σχέση που δείχνει την ποσότητα που οι καταναλωτές επιθυμούν και έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν σε κάθε τιμή του.

 

Η

Ημερολόγιο (subsidiary journal): Το ημερολόγιο είναι το λογιστικό βιβλίο στο οποίο καταχωρούνται, με χρονολογική σειρά, οι επιδράσεις των λογιστικών γεγονότων με την μορφή χρεώσεων και πιστώσεων στα στοιχεία του Ενεργητικού, του Παθητικού και της Καθαρής Θέσης.

 

Ι

Ισοζύγιο (statement of financial position): Το ισοζύγιο είναι ένας πίνακας στον οποίο μεταφέρονται και καταχωρούνται πληροφοριακά στοιχεία από τους λογαριασμούς. Σκοπός της κατάρτισης του είναι σε πρώτη φάση, να εξασφαλίσει την ισότητα χρεώσεων-πιστώσεων κατά την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων και ο έλεγχος της ορθότητας μεταφοράς των στοιχείων από το ημερολόγιο στους σχετικούς λογαριασμούς.

Ισολογισμός (balance sheet): Ο Ισολογισμός είναι ένας λογιστικός πίνακας που εμφανίζει τα περιουσιακά στοιχεία, τις Υποχρεώσεις και τις Απαιτήσεις μιας επιχείρησης σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Συνήθως, στο αριστερό του μέρος εμφανίζεται το Ενεργητικό (έσοδα) και στο αριστερό το Παθητικό (έξοδα).

 

Κ


Καθαρή Θέση (net worth): Η Καθαρή Θέση αποτελείται από όλα τα χρήματα που έχουν επενδυθεί στην επιχείρηση κατά την έναρξη της καθώς και τα παρακρατηθέντα κέρδη κατά τη διάρκεια λειτουργίας της.

Οικονομικό / Καθαρό Κέρδος (economic profit): Αν από το σύνολο των εσόδων μιας επιχείρησης αφαιρεθεί το οικονομικό κόστος και η διαφορά είναι θετική, αυτό που απομένει είναι το οικονομικό καθαρό κέρδος.

Καθολικό (general ledger): Γενικό καθολικό είναι μία συλλογή όλων των λογαριασμών μιας εταιρίας, που χρησιμοποιεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα, η οποία περιέχει περιληπτικά όλες τις οικονομικές συναλλαγές κατά τη διάρκεια μιας λογιστικής περιόδου.

Κατανάλωση (consumption): Κατανάλωση είναι η δαπάνη που πραγματοποιούν τα νοικοκυριά για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών.

Κλειστή Οικονομία (closed economy): Κλειστή οικονομία είναι η οικονομία που δεν έχει αλληλεπιδράσεις με άλλες οικονομίες. Δεν εξάγει ούτε εισάγει προϊόντα και υπηρεσίες και δεν έχει ροές κεφαλαίου ή άλλων παραγωγικών συντελεστών από ή προς το εξωτερικό.

Κόστος (cost): Κόστος θεωρείται η θυσία που συνεπάγεται η απόκτηση ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας και αποτελείται από το εμφανές και το αφανές κόστος.

 

Λ

Λογαριασμός (account): Λογαριασμός είναι μια μονάδα αποθήκευσης ομοειδώχρηματοοικονομικών πληροφοριών.

Λογιστικά Γεγονότα (accounting events): Λογιστικά γεγονότα ονομάζονται τα γεγονότα τα οποία μεταβάλλουν τη χρηματοοικονομική θέση της επιχείρησης, δηλαδή, προκαλούν διάφορους μετασχηματισμούς στα στοιχεία του Ισολογισμού της.

Λογιστικό Κύκλωμα (accounting cycle / process) : Το λογιστικό κύκλωμα είναι ένα σύνολο διαδικασιών και ενεργειών που υποστηρίζεται από διάφορα στοιχεία, βιβλία, λογαριασμούς και εκθέσεις.

 

Μ

Μέρισμα (dividend) : Μέρισμα ονομάζεται το μερίδιο ανα μετοχή των καθαρών κερδών μιας εταιρείας που διανέμεται στους μετόχους της.

Μετοχές (shares, stocks): Οι μετοχές αντιπροσωπεύουν μερίδιο ιδιοκτησίας σε μια επιχείρηση. Είναι απαιτήσεις πάνω στα στοιχεία ενεργητικού και εισοδήματος μίας επιχείρησης, και ουσιαστικά δίνουν την δυνατότητα όχι μόνον της συμμετοχής του επενδυτικού κοινού στο κεφάλαιο της, αλλά και την δυνατότητα στην επιχείρηση να αντλεί τα απαιτούμενα για επενδύσεις κεφάλαια.

Μισθός και Προσφορά Εργασίας (wages and supply of labor) : Πραγματικός μισθός είναι το πραγματικό εισόδημα που αποκτά ένας εργαζόμενος ως αντάλλαγμα για την απώλεια μιας μονάδας ελεύθερου χρόνου. Αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της ποσότητας εργασίας που προσφέρεται.

Μονοπωλιακός Ανταγωνισμός (monopolistic competition): Ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός βρίσκεται στο χώρο μεταξύ του πλήρους ανταγωνισμού και του μονοπωλίου και περιλαμβάνει στοιχεία και από τις δυο αυτές μορφές αγοράς.

 

Ξ

Ξένα Περιουσιακά Στοιχεία (foreign assets): Τα καθαρά ξένα περιουσιακά στοιχεία μιας χώρας είναι ίσα με τη διαφορά των ξένων περιουσιακών στοιχείων που κατέχει (μετοχές, ομόλογα και παραγωγικές μονάδες στην αλλοδαπή, που ανήκουν στους κατοίκους της), μείον τις υποχρεώσεις της προς το εξωτερικό (τα εγχώρια φυσικά και χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, που ανήκουν σε αλλοδαπούς).

 

Ο

Οικονομική Μονάδα (economic unit): Οικονομική μονάδα χαρακτηρίζεται στην οικονομική επιστήμη ο συστηματικός συνδυασμός των συντελεστών παραγωγής, (φύσης – εργασίας – κεφαλαίου), με σκοπό την κάλυψη των ανθρωπίνων αναγκών.

Ολιγοπώλιο (oligopoly): Ολιγοπώλιο υπάρχει όταν λίγες επιχειρήσεις ελέγχουν ολόκληρη την προσφορά ενός προϊόντος ή το μεγαλύτερο μέρος της. Όταν οι επιχειρήσεις είναι μόνο δύο, μιλάμε

για δυοπώλιο (duopoly).

Ομόλογο / Ομολογία (bond): Τα ομόλογα είναι μακροπρόθεσμα χρεόγραφα που εκδίδονται είτε από το Δημόσιο είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς (πχ τράπεζες, επιχειρήσεις κ.λπ.), και χρησιμοποιούνται για τον δανεισμό κεφαλαίων από το επενδυτικό κοινό.

Ονομαστική Αξία (par / face value): Ονομαστική αξία ενός ομολόγου είναι η αξία που αναγράφεται στο ομόλογο όταν εκδίδεται και συνήθως είναι η τιμή εξόφλησης, δηλαδή το χρηματικό ποσό που θα αποδοθεί στον επενδυτή στην λήξη του ομολόγου.

Ουδετερότητα του Χρήματος (neutrality of money): Ουδετερότητα του χρήματος ονομάζεται η μη επίδραση των νομισματικών αλλαγών στις πραγματικές μεταβλητές.
Ονομαστικές μεταβλητές είναι αυτές που μετριούνται σε νομισματικές μονάδες.
Πραγματικές μεταβλητές είναι αυτές που μετριούνται σε φυσικές μονάδες (m, kgr, ..)

 

Π

Παραγωγικότητα (productivity): Παραγωγικότητα είναι ο όρος αυτός χαρακτηρίζει τη σχέση μεταξύ της ποσότητας ενός παραγωγικού συντελεστή και της ποσότητας του προϊόντος που παράγεται με τη χρησιμοποίηση της.

Παραοικονομία (underground / black economy): Παραοικονομία θεωρείται το τμήμα εκείνο της οικονομικής δραστηριότητας το οποίο ασκείται λαθραία και παράνομα.

Πληθωρισμός (inflation): Πληθωρισμός είναι η τάση αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών στην οικονομία. Το μέγεθος του πληθωρισμού προσδιορίζεται από την εξέλιξη του δείκτη τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών. Ειδικότερα, προσδιορίζεται από την εξέλιξη ορισμένων αριθμοδεικτών που αφορούν το δείκτη τιμών καταναλωτή. Ο πληθωρισμός έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία γιατί μειώνει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων (ιδίως εκείνων που έχουν σταθερά ονομαστικά εισοδήματα), ενισχύει την ανισοκατανομή του εισοδήματος, μειώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ενθαρρύνει τις εισαγωγές και περιορίζει τη ροπή για αποταμίευση.

Χρεωκοπία / Πτώχευση (bankruptcy): Χρεωκοπία ονομάζεται η αδυναμία ενός προσώπου (φυσικό ή νομικό) να αποπληρώσει τα χρέη του. Κατά τη νομική διαδικασία της χρεωκοπίας όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη μετρώνται, αξιολογούνται και ρευστοποιούνται ώστε να χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή μέρους των χρεών του.

 

Ρ

Ρευστοποίηση / Εκκαθάριση (liquidation) : Ρευστοποίηση ονομάζεται η εκποίηση των στοιχείων του Ενεργητικού μιας επιχείρησης, σε περίπτωση πτώχευσης, προκειμένου να τα μετατρέψει σε μετρητά και να πληρώσει τους πιστωτές της.

Ρευστότητα (liquidity): Ρευστότητα ονομάζεται η ευκολία με την οποία ένα χρηματοοικονομικό προϊόν ή ένα περιουσιακό στοιχείο μπορεί να πωληθεί και να μετατραπεί σε μετρητά.

Ρήτρα Απαλλαγής (abatement clause): Ρήτρα απαλλαγής είναι η ρήτρα που αφορά συμβόλαιο μίσθωσης και η οποία απαλλάσσει τον μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής ενοικίου, όταν για λόγους ανωτέρας βίας (καταιγίδα, πλημμύρα, πυρκαγιά), το μίσθιο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να κατοικηθεί.

Ρόλος του Ατομικού Συμφέροντος (role of individual interest): Στις οικονομίες της αγοράς το ατομικό συμφέρον αποτελεί τον κύριο μοχλό της λειτουργίας τους. Όλοι οι φορείς της οικονομικής δραστηριότητας, καταναλωτές, παραγωγοί, εργαζόμενοι, επενδυτές, ιδιοκτήτες γης και ακινήτων και άλλοι, επιδιώκουν να ικανοποιήσουν όσο γίνεται καλύτερα το ατομικό τους συμφέρον.

Σ

Στασιμοπληθωρισμός (stagflation): Στασιμοπληθωρισμός αποκαλείται το οικονομικό φαινόμενο κατά το οποίο, για ένα δεδομένο χρονικό διάστημα παρατηρείται αύξηση των ποσοστών ανεργίας παράλληλα με την αύξηση του πληθωρισμού.

Συμπληρωματικά Αγαθά (complementary good): Συμπληρωματικά ονομάζονται δύο αγαθά για τα οποία η αύξηση της τιμής του ενός, οδηγεί σε μείωση της ζήτησης του άλλου.

Παραγωγικοί Συντελεστές (factors of production) : Παραγωγικοί συντελεστές είναι όλοι οι πόροι (φυσικοί και ανθρώπινοι) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών. Τα κεφαλαιουχικά αγαθά είναι: Η εργασία, η γη,το κεφάλαιο, η επιχειρηματικότητα ικανότητα.

Λειτουργικό / Ταμειακό Κύκλωμα (operating cycle) : Λειτουργικό ή Ταμειακό κύκλωμα ονομάζεται το σύνολο των απαραίτητων ενεργειών για την παραγωγή και τη διάθεση αγαθών και υπηρεσιών. Το είδος των ενεργειών διαφέρει ανάλογα με τον οικονομικό κλάδο στον οποίο ανήκει η επιχείρηση

 

Τ

Τελικά Αγαθά (final goods): Τελικά αγαθά είναι τα αγαθά που αγοράζονται για τελική χρήση και δεν πρόκειται να επαναπωληθούν.

Τιμολόγιο (bill / invoice): Τιμολόγιο είναι ένα παραστατικό που εκδίδεται από έναν πωλητή που παρείχε προϊόντα ή υπηρεσίες προς ένα αγοραστή.

Τοκομερίδιο (coupon): Τοκομερίδιο είναι η περιοδική πληρωμή που λαμβάνει ο κάτοχος ενός επενδυτικού προϊόντος (π.χ. ομόλογο).

Τραπεζικός Πολλαπλασιαστής (money multiplier): Για την εξασφάλιση των καταθετών και τον έλεγχο της ρευστότητας της οικονομίας το κράτος ορίζει για τις εμπορικές τράπεζες ένα ελάχιστο ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίμων με τη μορφή μετρητών ή καταθέσεων στην κεντρική τράπεζα.

Τριγωνικό Arbitrage (triangular arbitrage): Το τριγωνικό arbitrage είναι μια διαδικασία κατά την οποία μπορεί ένας επενδυτής να βγάλει ακίνδυνο κέρδος εκμεταλλευόμενος την ανισορροπία μεταξύ τριών αγορών συναλλάγματος.

Τιμή Κόστους (cost of factors of production): Τιμή κόστους ή τιμές παραγωγικών συντελεστών είναι οι τιμές που περιλαμβάνουν μόνο το κόστος παραγωγής (οικονομικό κόστος), δηλαδή τις αμοιβές των τεσσάρων συντελεστών της παραγωγής (μισθούς, ενοίκια, τόκους, φυσιολογικό κέρδος).

Τιμή Αγοράς / Αγοραία Τιμή (market price): Τιμή αγοράς είναι η τιμή που διαπραγματεύεται ένα χρεόγραφο (π.χ. ομόλογο) στην δευτερογενή αγορά και μπορεί να είναι μεγαλύτερη (άρα το χρεόγραφο διαπραγματεύεται υπέρ το άρτιο, με premium) ή και μικρότερη (άρα το χρεόγραφο διαπραγματεύεται υπό το άρτιο, με discount) από την ονομαστική αξία του χρεογράφου, ανάλογα με την πορεία των επιτοκίων.

 

Υ

Υπέρ το άρτιο (premium): Διαφορά υπέρ το άρτιο (premium) είναι η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας ενός χρεογράφου κατά την ωρίμανση και της τρέχουσας τιμής του στην αγορά, όταν αυτή είναι υψηλότερη της ονομαστικής.

Υπερανάληψη (overdraft): Υπερανάληψη είναι μία επέκταση δανεισμού που προσφέρει μία τράπεζα σε πελάτες της μέχρι ενός προεγκεκριμένου πιστωτικού ορίου, επιτρέποντας τους να συνεχίσουν να κάνουν ανάληψη χρημάτων ακόμα κι αν το υπόλοιπο του τραπεζικού τους λογαριασμού είναι μηδέν.

Υπό το άρτιο (discount): Διαφορά υπό το άρτιο (discount) είναι η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας ενός χρεογράφου κατά την ωρίμανση και της τρέχουσας τιμής του στην αγορά, όταν αυτή είναι χαμηλότερη της ονομαστικής.

Υποκατάστατα Αγαθά (substitute goods): Υποκατάστατα αγαθά ονομάζονται δύο αγαθά για τα οποία η αύξηση της τιμής του ενός, οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης του άλλου.

Υποτίμηση (devaluation): Υποτίμηση ενός νομίσματος ονομάζεται η μείωση στην συναλλαγματική ισοτιμία (ανταλλακτική αξία) του σε σχέση με μία επιλεγμένη βάση. Η βάση μπορεί να είναι οτιδήποτε μεταξύ των εγχώριων μισθών, της παγκόσμιας τιμής του χρυσού ή ενός ξένου νομίσματος.

Νόμος της Φθίνουσας Οριακής Απόδοσης (law of diminishing marginal returns): Σύμφωνα με το νόμο της φθίνουσας απόδοσης, όταν με δεδομένη τεχνολογία αυξηθεί ένας παραγωγικός συντελεστής, ενώ μένουν σταθεροί όλοι οι άλλοι, μετά από ένα ορισμένο σημείο το πρόσθετο προϊόν που θα παραχθεί από κάθε επιπλέον μονάδα του μεταβλητού συντελεστή, δηλαδή το οριακό προϊόν του (marginal product), θα αρχίσει να μειώνεται.

Φοροαποφυγή (tax avoidance): Φοροαποφυγή σημαίνει ότι ο φορολογούμενος με νόμιμες ενέργειες, εκμεταλλευόμενος κενά του νόμου, κατορθώνει να μειώσει τη φορολογική του υποχρέωση ή να αποφύγει την καταβολή του οφειλόμενου φόρου.

Φοροδιαφυγή (tax evasion / mitigation): Φοροδιαφυγή θεωρείται κάθε παράνομη πράξη ή παράλειψη του φορολογουμένου, με την οποία επιδιώκει τη μείωση της φορολογικής του επιβάρυνσης ή αποφυγή καταβολής του φόρου που του έχει βεβαιωθεί.

Φόροι Ακίνητης Περιουσίας (property tax): Οι φόροι ακίνητης περιουσίας είναι συνήθως προοδευτικοί, εκτός από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων (αυξάνει την τιμή του ακινήτου γιατί τον πληρώνει ο αγοραστής) ο οποίος είναι αναλογικός.

Φόροι Κατανάλωσης (consumption tax): Οι φόροι αυτοί αποτελούνται από το γενικό φόρο κατανάλωσης (ΦΠΑ) και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Ο φόρος προστιθέμενης αξίας επηρεάζει τη συνολική ενεργό ζήτηση, ενώ οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης ορισμένους κλάδους αγαθών.

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (value added tax): Ο φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) εφαρμόστηκε στην Ελλάδα την 1/1/1987, ενώ παράλληλα καταργήθηκαν και/ή ενοποιήθηκαν πολλοί έμμεσοι φόροι. Η εισαγωγή του ΦΠΑ ήταν αναγκαία, γιατί το προηγούμενο σύστημα ήταν πολύπλοκο και διάτρητο, αλλά παράλληλα ήταν μια υποχρέωση της Ελλάδας να εναρμονιστεί με το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα των εμμέσων φόρων.

 

Χ

Χαρτοφυλάκιο (portfolio): Χαρτοφυλάκιο ονομάζεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που έχει ένας επενδυτής στην κατοχή του.

Χρέωση – Πίστωση (debit / credit): Με τους όρους χρέωση και πίστωση, εκφράζονται οι αυξήσεις και οι μειώσεις που προκαλούν τα λογιστικά γεγονότα στα στοιχεία του Ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης.

Χρήμα (money): Χρήμα είναι το σύνολο των οικονομικών αξιών που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών και την αποπληρωμή δανείων

Χρηματοπιστωτική Αγορά (financial market): Με τον όρο χρηματοπιστωτική αγορά εννοείται το σύνολο των αγορών, όπου οι επενδυτές αγοράζουν και πουλάνε φυσικά και χρηματιστικά περιουσιακά στοιχεία.

Χρυσή Μετοχή (golden share): Η χρυσή μετοχή είναι μια ονομαστική μετοχή που έχει περισσότερα προνόμια και δυνατότητες (π.χ. δυνατότητα εξάσκησης βέτο) από τις απλές μετοχές σε μερικές ιδιαίτερες περιπτώσεις.

Χρησιμότητα (utility): Η έννοια της χρησιμότητας παρέχει ένα τρόπο σύγκρισης της ικανοποίησης που λαμβάνει ένα άτομο από διάφορα επίπεδα κατανάλωσης διαφορετικών αγαθών.